- οὐράγει
- οὐραγέωto beimperf ind act 3rd sg (attic epic)οὐραγέωto bepres imperat act 2nd sg (attic epic)οὐραγέωto beimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οὐραγεῖ — οὐραγέω to be pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) οὐραγέω to be pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουραγώ — (Α οὐραγῶ, έω) [ουραγός] 1. είμαι ουραγός, διοικώ την ουραγία 2. είμαι στην ουρά, στο τέλος μιας σειράς ή μιας κατάταξης, ακολουθώ τελευταίος αρχ. 1. μτφ. καθυστερώ, βραδύνω («ἐν ὥρᾳ ἐξεγείρου καὶ μὴ οὐράγει», ΠΔ) 2. φρ. «τὸ οὐραγοῡν ζυγόν» οι… … Dictionary of Greek